- ἀναθεωρήσεως
- ἀναθεωρήσεω̆ς , ἀναθεώρησιςclose examinationfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίντο — η (γλωσσ·) διεθνής βοηθητική γλώσσα που είναι αποτέλεσμα μιας από τις προσπάθειες αναθεωρήσεως τής εσπεράντο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ido, λ. σχηματισμένη από το πατρωνυμικό επίθημα ίδης] … Dictionary of Greek
επίκριση — η (AM ἐπίκρισις) [επικρίνω] δυσμενής κρίση, μομφή, επιτίμηση νεοελλ. τελική κρίση για τη σημασία και την πρόγνωση νόσου αρχ. 1. απόφαση μετά από έλεγχο 2. κρίση διαιτητή 3. βεβαίωση, πιστοποίηση 4. (στην Αίγυπτο) κρίση για όσους μπορούν να… … Dictionary of Greek
Σγουρίτσας, Χρήστος — Συνταγματολόγος και πρώην υπουργός (1895 1966). Γεννήθηκε στο Βασσαρά της Λακωνίας. Διατέλεσε καθηγητής της Παντείου Σχολής (1931 1934). Το 1948 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής του συνταγματικού δίκαιου στο πανεπιστήμιο της Αθή νας και στη συνέχεια … Dictionary of Greek